- συμβιβάζω
- ΝΜΑσυνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.)νεοελλ.μέσ. συμβιβάζομαι1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους, συμβιβάστηκε» β. «αντί να τρέχουν στα δικαστήρια, συμβιβάστηκαν»)2. συμφωνώ, βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι, εναρμονίζομαι, ταιριάζω («η συμπεριφορά του δεν συμβιβάζεται με το αξίωμά του»)3. φρ. «τά συμβιβάσαμε» ή «θα τά συμβιβάσουμε» — ήλθαμε ή θα έλθουμε σε συμβιβασμόαρχ.1. παραβάλλω, συγκρίνω2. αποδεικνύω λογικώς («Σαῡλος συμβιβάζων ὅτι οὗτὸς ἐστιν ὁ Χριστός», ΚΔ)3. διδάσκω («συμβιβάσω ὑμᾱς ἅ ποιήσετε», ΠΔ)4. (το μέσ.) οδηγούμαι στο ίδιο σημείο με κάτι άλλο, συναρμόζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + βιβάζω «προχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.